προσανακλίνω

προσανακλίνω
Α 1. (το ενεργ
και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι
2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι
3. παθ. προσανακλίνομαι
μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνακλίνω, -ομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • προσανάκλιμα — ίματος, τὸ, Α [προσανακλίνω] αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • προσανάκλισις — ίσεως, ἡ, Α [προσανακλίνω] η ενέργεια τού προσανακλίνομαι, η στήριξη πάνω σε κάτι ή, κατ άλλους, το μέρος όπου στηρίζεται κανείς («πλατάνιστον... ἔνθ ἡ Φαίδρου προσανάκλισις ἦν», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”