- προσανακλίνω
- Α 1. (το ενεργκαι το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι3. παθ. προσανακλίνομαιμτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνακλίνω, -ομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.